Βαθιά μέσα στον πυρήνα του πλανήτη μας, ένας “δυναμό” από λιωμένο σίδηρο περιστρέφεται ασταμάτητα. Αυτή η κίνηση παράγει μια γιγαντιαία, αόρατη φούσκα προστασίας: το μαγνητικό πεδίο της Γης. Αυτό το πεδίο δεν είναι απλώς ο λόγος που οι πυξίδες μας δείχνουν τον Βορρά· είναι η κυριότερη αμυντική μας γραμμή απέναντι σε έναν εχθρικό, κοσμικό καιρό.
Κάθε δευτερόλεπτο, ο Ήλιος εκτοξεύει προς εμάς τον “ηλιακό άνεμο”, ένα ρεύμα φορτισμένων σωματιδίων υψηλής ενέργειας. Χωρίς το μαγνητικό πεδίο, αυτός ο άνεμος θα “έξυνε” σιγά-σιγά την ατμόσφαιρά μας, όπως συνέβη στον Άρη, μετατρέποντας τον πλανήτη μας σε έναν στείρο βράχο. Το μαγνητικό πεδίο εκτρέπει αυτά τα σωματίδια, δημιουργώντας το εντυπωσιακό φαινόμενο του Βόρειου Σέλαος.
Ωστόσο, οι επιστήμονες παρακολουθούν μια ανησυχητική εξέλιξη. Τα τελευταία 200 χρόνια, η ισχύς του μαγνητικού πεδίου μειώνεται σταθερά. Ο ρυθμός αυτός είναι περίπου 10 φορές ταχύτερος από ό,τι θα αναμενόταν φυσιολογικά.
Το επίκεντρο αυτής της εξασθένησης είναι η λεγόμενη “Ανωμαλία του Νοτίου Ατλαντικού” (South Atlantic Anomaly), μια τεράστια περιοχή που εκτείνεται από τη Νότια Αμερική έως την Αφρική, όπου το πεδίο είναι τόσο αδύναμο που οι δορυφόροι που διέρχονται από εκεί είναι ευάλωτοι σε βραχυκυκλώματα από την κοσμική ακτινοβολία.
Τι συμβαίνει; Οι γεωφυσικοί πιστεύουν ότι αυτή η εξασθένηση δεν είναι το τέλος του κόσμου, αλλά μάλλον ένα σημάδι μιας επερχόμενης… γεωμαγνητικής αντιστροφής. Πρόκειται για ένα φαινόμενο όπου ο Μαγνητικός Βορράς και ο Μαγνητικός Νότος αλλάζουν θέσεις.
Αυτό έχει συμβεί εκατοντάδες φορές στην ιστορία του πλανήτη (η τελευταία ήταν πριν 780.000 χρόνια). Η διαδικασία της αντιστροφής μπορεί να διαρκέσει χιλιάδες χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων το πεδίο θα γίνει πολύ αδύναμο και χαοτικό, με πολλούς “Βορράδες” και “Νότους” σε όλο τον πλανήτη.
Αν και η ανθρωπότητα δεν κινδυνεύει άμεσα με αφανισμό, μια τέτοια αντιστρόφη σήμερα θα ήταν καταστροφική για την τεχνολογία μας. Τα δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος, τα GPS και όλες οι δορυφορικές επικοινωνίες θα βρίσκονταν σε μόνιμο κίνδυνο. Η μελέτη αυτής της αόρατης ασπίδας δεν είναι, επομένως, απλώς ακαδημαϊκή περιέργεια—είναι ζήτημα τεχνολογικής επιβίωσης.
